ξεκούραση

ξεκούραση
ξεκούραση, η και ξεκούρασμα, το, -ατος
ανάπαυση, απαλλαγή από την κούραση, ανακούφιση: Ο ύπνος είναι η ξεκούραση του κορμιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεκούραση — η ανάπαυση …   Dictionary of Greek

  • ανάπαυση — και ανάπαψη, η (AM ἀνάπαυσις και ποιητ. ἄμπαυσις) [ἀναπαύω] 1. διακοπή σωματικής ή πνευματικής εργασίας που επιφέρει κόπωση 2. ξεκούραση, καθησύχαση 3. ξεκούραση στην αιωνιότητα, θάνατος μσν. νεοελλ. 1. ησυχία, ηρεμία 2. ειρηνικός βίος, ευημερία …   Dictionary of Greek

  • άνεση — η (AM ἄνεσις) [ανίημι] 1. έλλειψη βιασύνης 2. απελευθέρωση, έλλειψη περιορισμών 3. ξεκούραση, χαλάρωση νεοελλ. 1. ευκολία ζωής, βόλεμα 2. φρ. «οικονομική άνεση» οικονομική ευχέρεια, ευπορία μσν. 1. ευθυμία 2. ικανοποίηση αρχ. 1. μείωση, ύφεση 2.… …   Dictionary of Greek

  • ακαιρώ — ἀκαιρῶ ( έω) (AM) [ἄκαιρος] μσν. δεν έχω καιρό (κυρίως για ξεκούραση), είμαι πολυάσχολος αρχ. σπαταλώ τον χρόνο μου …   Dictionary of Greek

  • ακαμάτεμα — το [ακαματεύω] 1. η ακαμασιά* 2. το στόλισμα τών κοπαδιών 3. η διακοπή μιας γεωργικής εργασίας για να ξεκουραστούν οι εργάτες 4. το μεσημέρι (επειδή τότε συνήθως γίνεται το διάλειμμα για ξεκούραση τών γεωργών) …   Dictionary of Greek

  • αλλάγιασμα — το [αλλαγιάζω] 1. η αλλαγή τής στροφής τών βοδιών στο αλώνισμα (βλ. και αλλαγιάζω) 2. αλλαγή θέσης, μετατόπιση 3. ανάπαυση, ξεκούραση …   Dictionary of Greek

  • ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… …   Dictionary of Greek

  • ανάπαυλα — η (Α ἀνάπαυλα) [ἀναπαύω] προσωρινή διακοπή εργασίας για ανάπαυση, ξεκούραση μσν. καταφυγή, παρηγοριά αρχ. 1. ανακούφιση από κάτι, απαλλαγή 2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο …   Dictionary of Greek

  • αναπαή — και ανεπαή και αναπά, η 1. ανάπαυση, ξεκούραση 2. ηρεμία, ησυχία 3. στήριγμα, αποκούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπάην, αόρ. τού αναπαύομαι (πρβλ. έλαβα λαβή, έφυγα φυγή)] …   Dictionary of Greek

  • αναπαμός — και αναπαημός, ο 1. ανάπαυση, ξεκούραση 2. ησυχία 3. θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπαμός < αναπαύω. Ο τ. αναπαημός < ανεπάην, αόρ. τού αναπαύομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”